Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὃς ἦν ὅμηρα

См. также в других словарях:

  • ὅμηρα — ὅμηρος pledge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμηρ' — ὅμηρα , ὅμηρος pledge neut nom/voc/acc pl ὅμηρε , ὅμηρος pledge masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Homère — Pour les articles homonymes, voir Homère (homonymie). Homère …   Wikipédia en Français

  • όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՆԴԱՆԴ — ( ) NBH 2 0595 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c Տ. ՊԱՏԱՆԴ. ὄμηρα obses. *Պանդանդ եւ փոխանորդ փրկութեանն իւրոյ զպատարագն ընկալեալ. Փիլ. սամփս.: *Արձակեաց եւս զպանդանդսն: Ետուն զնա պանդանդ: Առնոյր պանդանդս: Պանդանդս ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»